-
1 χώρα
A = χῶρος, space or room in which a thing is, defined as partly occupied space, distd. fr. κενόν and τόπος, Zeno Stoic. 1.26 (cf.2.163), S.E.P.3.124;ποταγορεύοντι τὰν ὕλαν τόπον καὶ χώραν Ti.Locr.94b
(inὁ τόπος τῆς χ. Pl.Lg. 705c
χώρα = country (cf. 11.1); so );οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.23.521
;νόμισμα.. χώρας μεγάλης δέοιτ' ἄν X.Lac.7.5
; χώραν τινὶ καταλιπεῖν leave room for it, Plu.2.123f, etc.2 generally, place, spot, στρέψεσθ' ἐκ χώρης ὅθι .. Il.6.516, cf. Od.16.352;ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Il. 17.394
; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν move from place to place, Pl.Tht. 181c; field in a ceiling, IG42(1).103.193, 106ii139 (Epid., iv B. C.); ἡ πρώτη χ. the first field (on the chest of Cypselus), Paus.5.17.6; socket or cavity of a joint, Hp.Art.79, 80; of the eye, IG42(1).121.76 (Epid., iv B. C.); as euphemism for the genital organs, Hippiatr. 33,71.3 the position, proper place of a person or thing,ἐνὶ χώρῃ ἕζεται Il.23.349
: esp. a soldier's post, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρα is not at his post (or perh. in the land, cf. Ar.Lys. 524) A.Ag.78 (anap.); χώραν λιπεῖν, προλείπειν, Th.4.126, 2.87; μισθοφορεῖν κεναῖς χ. draw pay for unfilled vacancies, Aeschin.3.146;ἐπιγράψαι αὐτῷ τὴν χ. UPZ14.88
(ii B. C.): later τὴν χ. τινὸς ἀποπληρῶσαι, ποιῆσαι, fill a person's place, POxy.136.15(vi A. D.), PMasp.32.11 (vi A. D.): χώραν λαβεῖν take a position, find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ [τὰ πράγματα] till they are brought into position, into order, X.Cyr.4.5.37; ; οὐκ ἂν ἔχοι χώραν νοήσεως ἡντινοῦν τὸ ἀγαθόν the Good cannot have any possibility of thinking, Plot.5.6.6; σοὶ ἀστρονομεῖν χ. your province is astronomy, Philostr. VA5.15;ἐν τοῖς ἀτέχνοις χώραν ἔχει τὸ αὐτόματον Eun.Hist.p.225D.
: freq. in the phrase ὥρα καὶ χ., time and place,ἐν ὁποία ἀξία φυτευθῆναι καὶ ὥρὰ καὶ χώρᾳ Pl.Hipparch. 225c
;ἐν ἄλλῃ καὶ χώρῃ Hp.Hum. 14
; πρὸς ὥρας καὶ χώρας καὶ διαίτας ib.16, Aph.3.3;ἥ τε τοῦ ἔτους ὥρα καὶ χ. καὶ φύσις τοῦ θεραπευομένου σώματος Gal.18(2).399
, cf. Alex. Trall.1.10, Steph.in Hp.1.161, 180 D. b. in metric, position of a foot in a verse,τὸ δακτυλικὸν δέχεται δακτύλους καὶ σπονδείους κατὰ πᾶσαν χ. Heph.7.1
, cf. 8.1;αἱ περιτταὶ χ. Id.5.1
,6.1.4 metaph., station, place, position, ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι to be in his position, be counted the same as he is, ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, to pass or rank as such, X.An.5.6.13, Cyr.2.1.18; ἐν οὐδεμιᾷ χ. εἶναι to have no place or rank, be in no esteem, Id.An.5.7.28;οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι Thgn.152
;τούτων τοι χώρη.. ὀλίγη τελέθει Id.822
;τὰς μεγίστας χ. ἔχειν Plb.1.43.1
.5 in senses 3 and 4 freq. with a Prep., ἐκ χώρας ὁρμᾶν, opp. πορευόμενος μάχεσθαι, X.An.3.4.33; εἰς τὰς ἑαυτῶν χ. πάρεισι are at their posts, Id.Cyr.1.2.4, cf. Theoc. 15.57;εἰς τὰς τῶν λοχαγῶν χ. καταστήσεσθαι X.Cyr.2.1.23
; ἐν χώρᾳ in one's place, at one's post,ἐν ταῖς χ. γενέσθαι Id.An.4.8.15
; ἐν χώρᾳ πίπτειν, ἀποθνῄσκειν, die at one's post, Id.HG4.2.20, 8.39; ἐπὶ χώρας ἕσσαι set it in its place, Pi.P.4.273; also μένειν ἐπὶ χώρας, = μένειν κατὰ χώραν, remain in force, OGI90.16 (Rosetta, ii B. C.), BGU183.9 (i A. D.); κατὰ χώρην εἶναι be in one's place, Hdt.4.135; [φόροι] κατὰ χώρην διατελέουσι ἔχοντες Id.6.42
, cf. Ar.Pl. 367, Ra. 793;κατὰ χ. μένειν Hdt.7.95
, 8.108, Ar.Eq. 1354, Th.4.26; ἤλπιζον.. οὐ μενεῖν κατὰ χ. τὰ πράγματα ib.76;μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χ.
as it was, undisturbed,Hdt.
4.201; ἐᾶν κατὰ χ. τὴν πόλιν leave in its place, leave as it was, X.HG6.5.6, cf. Hdt.1.17;κατὰ χώραν μένειν τοὺς ἄλλους [νόμους] ἐᾶν D.24.5
; κατὰ χ. ἀπιέναι retire in their old order, X. An.6.4.11.II land, viz.,1 a land, country,ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Od.8.573
;ἡ χ. ἡ Ἀττική Hdt.9.13
;ἐμπορεύεσθαι εἰς τὴν χ. IG12.57.21
, cf. 63.22, al.: freq. in Trag.,Ἑλλάδα χώραν A.Pers. 271
(lyr.);Εὐβοῖδα χ. S.Tr.74
, etc.; territory, ὁ τύραννος ἢ πόλεων ἢ χ. πολλῆς [ἐπιθυμεῖ] X.Hier.4.7: pl., OGI54.11 (Adule, iii B. C.), etc.2 landed estate, X.Cyr.8.4.28, 8.6.4. b. country town,τοὺς κήρυκας διαπέμψαντες ἐς τὰς χ. Schwyzer688
B8 (Chios, v B. C.).3 the country, opp. to the town,ἡ πόλις καὶ ἡ χ. Lycurg. 1
;τὰ ἐκ τῆς χώρας Th.2.5
, X.Mem.3.6.11; ὁ ἐκ τῆς χ. γιγνόμενος σῖτος ib.13;οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται Id.Hier.10.5
; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, opp. ἐν ἄστει, Decr. ap. D.18.37; ἁ κοινὰ χ. (of two cities) IG42(1).77.2 (Epid., ii B. C.): esp. of Egypt as opp. Alexandria, OGI56.5 (Canopus, iii B. C.), PHib.1.27.167 (iii B. C.), etc. (but in PTeb.5.98 (ii B. C.) ἐν τῇ Ἀλεξα (νδρέων) χ. means 'in Alexandria'); ἡ ἄνω χ. καὶ ἡ κάτω, Upper and Lower Egypt, OGI90.46 (Rosetta, ii B. C.), cf. Wilcken Chr.109.9 (iii B. C.).— χῶρος is another form: in signf. 11 χώρα alone is used in [dialect] Att.; whereas in signf. 1 χῶρος is common, exc. in the special sense of one's proper place or post ( χῶρος and χώρα perh. cogn. with χῆρος, χῆτος). -
2 χωρα
ион. χώρη ἥ1) пространствоἐν χώρᾳ κινεῖσθαι Plat. — двигаться в пространстве;
ἐν μεγέθει τέν διαφορὰν εἶναι τοῦ τε τόπου καὴ τῆς χώρας Sext. — (некоторые утверждают), что разница между местом и пространством - в размерах2) промежуток, расстояниеχ. μεσσεγύς Hom. — средний промежуток, интервал
3) место, местоположениеἂψ ἐνὴ χώρῃ ἕζετο Hom. — он снова сел на (свое) место;
οὐ μιᾷ χώρᾳ χρῆσθαι Xen. — не оставаться на одном месте;χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν Plat. — перемещаться4) воен. позиция5) воен. назначенное место, постἐπεὴ ἐν ταῖς χώραις ἕκαστοι ἐγένοντο Xen. — когда все заняли свои места6) общественное положение, должность, постχώραν ἔντιμον ἔχειν Xen. — занимать почетное положение;
ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι Xen. — находиться на положении рабов;ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι Xen. — не иметь никакой власти, не играть никакой роли;οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες ἐν τοῖς μισθοφόροις Polyb. — главные начальники наемных войск7) область, край, страна(κατάλεξον, ἅστινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Hom.)
ἐπὴ χώρας εἶναι Xen. — быть в (своей) стране;ὅ σατραπεύων τῆς χώρας Xen. — сатрап (данной) области;ἥ χ. ἥ Ἀττική Her. — Аттика;Ἑλλὰς χ. Aesch. — Эллада8) земельная собственность, земля, поместьеἥ χώρας γεωργία Plat. — землеобработка9) деревня (в собир. знач.)τὰ ἐκ τῆς χώρας ἐσκομίζεσθαι Thuc. — свозить (в город) сельскохозяйственные продукты;
ὅ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος Xen. — получаемый из деревни хлеб -
3 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
См. также в других словарях:
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek